Τουρκικός επεκτατισμός και τέσσερις προγραμματικοί άξονες - ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ NEWSKAMATERO

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Τουρκικός επεκτατισμός και τέσσερις προγραμματικοί άξονες

 Τουρκικός επεκτατισμός και τέσσερις προγραμματικοί άξονες

Ο τουρκικός στρατός διαθέτει βάσεις σε 12 ξένες χώρες

Βασίλης Κων/νου Φούσκας*

Πρόλογος

Είναι διάχυτες οι απόψεις στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ότι η εκλογή Μπάϊντεν είναι ευνοϊκή για τα Ελληνικά συμφέροντα έναντι αυτών των Τουρκικών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα, υπάρχουν απόψεις που καλλιεργούν την εντύπωση της στρατηγικής αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας μέσα στο ΝΑΤΟ, κάτι που σημαίνει και αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στην υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ για την Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Ο λόγος; Διότι η Τουρκία, μας λέει αυτό το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, τόλμησε κι αγόρασε Ρωσικούς πυραύλους των οποίων οι μπαταρίες λειτουργούν εκτός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου. Ακόμα, συναντάμε απόψεις που θεωρούν δεδομένο ότι το πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν ήταν υποκινούμενο από τις ΗΠΑ. Ίσως. Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο Ερντογάν και η ηγετική του μερίδα το χρησιμοποίησαν στο έπακρο προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους στο εσωτερικό της χώρα ακόμα παραπέρα και με μια πιο υπέρμετρη δόση κρατικού αυταρχισμού.  Εν πάση περιπτώσει, οι θέσεις αυτές – και ότι συνεπάγονται – δεν ευσταθούν για σειρά από λόγους. Θα εξηγήσω τους σημαντικότερους απ’ αυτούς συνοπτικά και στη συνέχεια θα παραθέσω τέσσερις προγραμματικούς άξονες για μια φιλο-λαϊκή, δημοκρατική εξωτερική πολιτική της Ελλάδας προς τη Τουρκία. Αυτή τη πολιτική δεν είναι σε θέση να φέρει σε πέρας ο κυβερνών δικομματισμός λόγω των δεσμεύσεών του προς το πολυ-εθνικό κεφάλαιο που αναπαράγουν την υποτελή και εξαρτημένη θέση της χώρας στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα πολιτικών/διπλωματικών ισορροπιών και κατανομών ισχύος.

Λόγοι υποβάσταξης του Τουρκικού επεκτατισμού

Πρώτα και κύρια, η Τουρκία ασκεί πολιτική περιφερειακού ιμπεριαλιστικού κράτους διότι εξάγει κεφάλαιο και ισχύ σ’ ολόκληρο το πρώην Οθωμανικό χώρο, αλλά και πέραν αυτού. Η διαλεκτική «σύγκρουσης-ασταθούς συνεργασίας» με τη Ρωσία εδράζεται εδώ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία διαχειρίζεται μία πολυσχιδή στρατηγική αλληλο-συγκρουόμενων διεθνών συμφερόντων ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει, μέσω αυτής ακριβώς της διαχείρισης και των ρίσκων που παίρνει, ειδικά με δεσμεύσεις στο πεδίο των μαχών, ν’ αναβαθμίζει τη γεω-στρατηγική της θέση μέσα στο ΝΑΤΟ έναντι της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το καθεστώς Ερντογάν, μέσω ιδιωτικών μισθοφορικών εταιρειών, έχει εξοπλίσει και εκπαιδεύσει γύρω στο ένα εκατομμύριο φανατικούς εθνικιστές-Ισλαμιστές, οι οποίοι και πολεμούν σε Λιβύη, Συρία, Καύκασο και στις Κουρδικές ζώνες του Ιράκ και του Ιράν. Η Τουρκία μπόρεσε να αναπτυχθεί σ’ αυτό τον ιμπεριαλιστικό βαθμό για πολλούς λόγους, εκ των οποίων εδώ θα ξεχώριζα τους εξής τρεις:

          α) Λόγω της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση της επέτρεψε να λειτουργήσει ως τεχνολογικός κόμβος αιχμής των αλυσίδων παραγωγής, συναρμολόγησης και εμπορίου, αλλά και ως διαμετακομιστικός κόμβος πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω αγωγών Δυτικών συμφερόντων. Μεγάλες Τουρκικές εταιρείες και διεθνή κονσόρτσια στη Τουρκία είδαν τα κέρδη τους στα ύψη, ειδικά τη περίοδο 2001-13. Η όλη διαδικασία ανέπτυξε υπέρμετρα την υλική και τεχνολογική υποδομή της χώρας και είναι αυτό που της επέτρεψε να γίνει χώρα εξαγωγής μεγάλου κεφαλαίου, άρα ιμπεριαλιστική χώρα. Χωρίς να θέλω να τραβήξω το παραλληλισμό πέρα απ’ τα επιτρεπτά του όρια, θα έλεγα ότι η Τουρκία, τηρουμένων των αναλογιών, ωφελήθηκε απ’ τη παγκοσμιοποίηση με τον ίδιο τρόπο που ωφελήθηκε και η Κίνα. Για Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία και Βαλκανικές χώρες δεν ισχύει το ίδιο, ίσως μάλιστα ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

          β) Λόγω της κρίσης της παγκοσμιοποίησης και της ιστορικής παρακμής των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει οικονομική και γεω-πολιτική υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας και της Ρωσίας, αφήνοντας γεω-στρατηγικά κενά εκμετάλλευσης στη Τουρκία με την «υπόσχεση» προς ΗΠΑ-ΝΑΤΟ ότι ο νέος περιφερειακός ιμπεριαλισμός της θα λειτουργεί ανασχετικά προς τη Ρωσία αλλά και, ως ένα βαθμό, τη Κίνα μέσω της συμμαχίας με το Πακιστάν, τη Μαλαισία και μεγάλη μερίδα των Σουνιτών της Μέσης Ανατολής και Κεντρικής Ασίας, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα (για να μην αναφερθούμε στους Τουρκόφωνους Ουϊγκούρ της Κίνας). Να τονιστεί, ακόμη, ότι περαιτέρω έμπρακτη απόσυρση των ΗΠΑ από την άμεση διαχείριση κρίσεων σε Ανατολική Μεσόγειο, Βαλκάνια και Μέση Ανατολή θα φέρει την Ελλάδα – και άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και της περιοχής – αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: ή ν’ αποδεχτούν τη διαχείριση των κρίσεων  από το Τουρκικό κράτος και, άρα, να δεχτούν ακόμα και νέα γεωγραφική εξάπλωσή του σε αέρα, ξηρά και θάλασσα. Ή να εμπλακούν σε (σύντομη;) πολεμική αναμέτρηση με στόχο την – προσωρινή – αναχαίτιση του Τουρκικού ιμπεριαλισμού. Αυτό το δίλημμα είναι σήμερα παρόν σε πολλά κράτη, όπως στη Γαλλία και στην Αίγυπτος, ακόμα και στην Ελλάδα. Οι ΗΠΑ δεν θάχουν κανένα πρόβλημα με την έκβαση αυτής της αναμέτρησης, αν και συστήνουν «συγκράτηση». Απλά, θα συνδιαλλαγούν και θα συνταχθούν μ’ όποιον επικρατήσει – κλασσική Θουκιδίδεια πρακτική. Σ’ αυτές τις εξελίξεις εδράζεται το δεύτερο χαρακτηριστικό του Τουρκικού ιμπεριαλισμού, που είναι η εξαγωγή ισχύος, δηλ. η δέσμευση προβολής ισχύος στη πράξη έξω απ’ τα διεθνώς αναγνωρισμένα πολιτικά σύνορα της χώρας. Η Τουρκία του Ερντογάν, μιμούμενη τη Ναζιστική σκέψη και πρακτική, έκανε και κάνει πάντα λόγο για γεω-πολιτικά σύνορα και ζωτικό χώρο ασφαλείας. Αυτά δεν συμπίπτουν με τα πολιτικά σύνορα, πάνε όμως πολύ πέρα απ’ αυτά.

          γ) Ένας τρίτος λόγος, που δεν χρειάζεται μεγάλη επεξήγηση, είναι η γεωγραφία της χώρας – καλύπτει Βαλκάνια, Μαύρη Θάλασσα, Καύκασο, Μέση Ανατολή – και η μεγάλη πληθυσμιακή της ανάπτυξη. Το 1919 ο Τουρκικός πληθυσμός ήταν περίπου 12 εκ. και, αθροιστικά, οι πληθυσμοί όλων των νέων Βαλκανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (6 εκ.), ήταν σχεδόν τριπλάσιος της Τουρκίας, περίπου 32 εκ. Σήμερα, το σύνολο των Βαλκανικών λαών αριθμεί περίπου 70 εκ. με πτωτικό το ποσοστό γεννήσεων. Η Τουρκία, τουναντίον, έχει 83 εκ. με ανοδικό ποσοστό γεννήσεων και εξαιρετικά νεανικό πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι το 2050 η Τουρκία θα έχει γύρω στα 100 εκ. και με καλπάζοντα νεανικό και οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Οι τάσεις σε Ελλάδα, Βαλκάνια και Ευρώπη είναι ακριβώς αντίθετες.

Μια πιο πρόσφατη εξέλιξη που ισχυροποιεί της θέση της Τουρκίας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο έναντι της Ρωσίας – αλλά και των Ελληνικών συμφερόντων – είναι η νέα αμυντική συμφωνία του Ερντογάν με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντομίρ Ζελένσκυ, μία συμφωνία που εμπερικλείει εμπορικές ανταλλαγές πολεμικού υλικού και τεχνολογίας προς όφελος και των δύο χωρών. Να σημειωθεί ότι στη Κριμαία ζουν 250,000 Τάταροι που ταυτίζονται πολιτισμικά και γλωσσικά με τους Τούρκους. Ακόμα, η Ρωσία δεν θα κάνει πόλεμο με τη Τουρκία για την Αρμενία, όσο κι αν η Τουρκία είναι αυτή που υποκινεί τη συνέχιση του πολέμου στη περιοχή. Αυτό που επιζητεί η Ρωσία είναι να τελειώσει τον πόλεμο γρήγορα και να επιβάλλει μία λύση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν ώστε να μην ωφεληθεί υπέρμετρα  η Τουρκία. Οι ΗΠΑ, μ’ άλλα λόγια, εξακολουθούν – παρόλα όσα της έκανε η Τουρκία με τους S-400 και σε άλλα θέματα – να βλέπουν τη Τουρκία ως το βασικό εξισορροπιστή της Ρωσικής ισχύος, από τη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο μέχρι τη Κεντρική Ασία, τη Συρία, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Ακόμα, όσο περισσότερο ο νεο-Οθωμανικός λόγος του Ερντογάν κερδίζει συναινέσεις και πιστούς και στρατολογεί τζιχαντιστές μισθοφόρους, τόσο πιο υπολογίσιμος γίνεται απ’ τις ΗΠΑ, διότι οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα γνωρίζουν ότι αυτές οι φανατικές δυνάμεις δεσμεύονται έμπρακτα σε πολεμικές επιχειρήσεις και είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή να ενεργήσουν τόσο ενάντια στη Ρωσική επέκταση όσο και ενάντια – ας μην φανεί παράξενο – στα όποια αντι-Αμερικανικά μελλοντικά σχέδια της Γαλλίας, της Γερμανίας και, ακόμα, της Κίνας, όπου ζουν 40 εκατομμύρια Τουρκόφωνοι Ουιγκούρ. Βλέπουμε, έτσι, ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη, με έξυπνο τρόπο, να δουλεύει για λογαριασμό των ΗΠΑ στα θέατρα της Συρίας, της Λιβύης, του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας, χωρίς να υπονομεύει τα εθνικά της συμφέροντα, τουναντίον μάλιστα, καταφέρνει να τα ισχυροποιεί όλο και περισσότερο μέσω μιας πολυδιάστατης ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η οποία δεν διστάζει να δεσμευτεί και στα πεδία των μαχών καταγράφοντας θύματα. Αυτό είναι κάτι που η Δύση δεν μπορεί πλέον να κάνει και, με μία έννοια, έτσι «έχασε» η Γαλλία τη Λιβύη: ενώ πρωτοστάτησε στους βομβαρδισμούς ενάντια στο καθεστώς Καντάφι, στη συνέχεια ούτε αυτή, ούτε η Ιταλία δεσμεύτηκαν στρατιωτικά σε χερσαίες επιχειρήσεις για να βάλουν τάξη στην αναρχία που ακολούθησε. Ο Ερντογάν, ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα που του παρουσιάστηκε και έσπευσε να καλύψει το κενό με τα γνωστά επακόλουθα (ένταση με Γαλλία, χάραξη παράνομης ΑΟΖ με Λιβύη προκαλώντας τα Ελληνικά συμφέροντα κλπ.).

Η βασική αντίφαση του νεο-Οθωμανισμού και η σύζευξη Κεμαλισμού και Ισλάμ

Ο Ερντογάν διατύπωσε με ακρίβεια κάτι που ωρίμαζε στην Τουρκική κοινωνία και πολιτική απ’ την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του 1980: μία ηγεμονική νεο-Οθωμανική αφήγηση που συγκινεί τους Μουσουλμάνους όλου του πρώην Οθωμανικού χώρου και πέρα απ’ αυτόν, κατηγορώντας πολλάκις τη Δύση για ρατσισμό και ιμπεριαλισμό, κάτι που είναι μεν ορθό, αλλά είναι συνάμα και απόλυτα υποκριτικό. Αυτό για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Ερντογάν – όπως και ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1920 όταν έκανε τη προσέγγιση με τους μπολσεβίκους – δεν έχει ουδεμία σχέση με το σοσιαλισμό και την εργατική τάξη, εφόσον η οικονομική πολιτική που χάραξε στη Τουρκία ήταν και είναι άκρως νεο-φιλελεύθερη, συνοδευόμενη από ισχυρή δόση κρατικού αυταρχισμού, λιτότητας και δραστικού περιορισμού των αστικών ελευθεριών, εν πολλοίς, εμπέδωσε μία μορφή κράτους εκτάκτου ανάγκης, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το 2016. Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο προφανές: η ηγετική μερίδα του Ερντογάν είναι άκρως ρατσιστική – σε αντι-χριστιανική βάση – και, βεβαίως, ιμπεριαλιστική. Το πρόταγμα του Φετουλάχ Γκιουλέν για πολυ-θρησκευτικότητα και ανοχή δεν είχε ελπίδα ηγεμονίας στο Σουνίτικο μονολιθικό Ισλάμ του διευρυμένου Τουρκικού γεω-πολιτικού συνόρου, άρα έπρεπε να διαπομπευθεί και να καταστραφεί. Εδώ η θρησκεία λειτουργεί πράγματι ως «όπιο», προσπαθώντας να συγκαλύψει τη πραγματική αντίφαση στη Τουρκία, που είναι η κοινωνική-πολιτική αντίφαση μεταξύ ενός λαού-υποκειμένου άγριας λιτότητας και κρατικής καταστολής και ενός νεο-Οθωμανικού συνασπισμού εξουσίας που εργαλειοποιεί το Ισλάμ, τον εθνικισμό και το προσφυγικό ως μέσα απόκτησης κοινωνικής-εθνικής συσπείρωσης και συναίνεσης για τη συνέχιση της νεο-φιλελεύθερης λιτότητας στο εσωτερικό της χώρας. Η σύζευξη μεταξύ Ισλαμικού εθνικισμού και Κεμαλισμού που πέτυχε ο νεο-Οθωμανισμός του Ερντογάν είναι εκπληκτικής σημασίας και έχει βαθιές ιστορικές ρίζες στο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας. Ο κυβερνών δικομματισμός στη Τουρκία είναι η ενσωμάτωση – μέσα στο κράτος και στους στρατιωτικούς του μηχανισμούς – μεταξύ Κεμαλικού εθνικισμού και Ισλαμικού εθνικισμού. Είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι η βασική αντίφαση στη Τουρκία σήμερα είναι αυτή μεταξύ «κοσμικών» Κεμαλιστών και Ισλαμιστών. Αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση.

Ο Ελληνικός χώρος και οι τέσσερις προγραμματικοί άξονες

Σημαίνουν μήπως τα παραπάνω ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα γεω-πολιτικό πλεονέκτημα με βάση την αντίληψη των ΗΠΑ περί πρωτοκαθεδρίας της Τουρκίας στην Εγγύς Ανατολή; Όχι βέβαια. Ο Ελληνικός πολιτικός-πολιτισμικός χώρος είναι ισοδύναμος, αν όχι ανώτερος ποιοτικά, του Τουρκικού, αν συμπεριληφθούν αέρας, θάλασσα και Κύπρος, σύμφωνα πάντα με βάση το (αστικό) διεθνές δίκαιο και τις πολιτισμικές επιρροές, κι όχι σύμφωνα με γεω-πολιτικές αντιλήψεις περί συνόρων, δηλ. ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις που, εν πολλοίς, έχουν τις θεωρητικές τους καταβολές στη Γερμανική σκέψη και πράξη. Ωστόσο, οι άρχουσες μετεμφυλιακές ελίτ της Ελλάδας, κατεξοχήν μεταπρατικές-κομπραδόρικες και με αρχής γενομένης της Κύπρου, έχουν ιστορικά απεμπολήσει αυτή την αστικο-δημοκρατική δυνατότητα της χώρας και αποφεύγουν διεκδικήσεις με βάση το διεθνές δίκαιο. Έτσι, υπάγονται γεω-στρατηγικά στο σύστημα του Τουρκικού περιφερειακού ιμπεριαλισμού, επικυρώνοντας τις αρχικές συστάσεις στρατηγικών μελετών των ΗΠΑ απ’ το 1947-8 και δώθε (οι μοναδικές ίσως εξαιρέσεις που μπορούν να καταγραφούν εδώ είναι οι περιπτώσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, της ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού και του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ελλείψει πίεσης εκ μέρους των ενδοτικών αστικών ελίτ της χώρας, ουδεμία αλλαγή πρόκειται να επέλθει στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική σ’ αυτό το θέμα με το νέο Δημοκρατικό Πρόεδρο, εφόσον η πολιτική-πολιτισμική (υπερ)αξία της χώρας θα παραμείνει υποδεέστερη αυτής της Τουρκίας, έτσι όπως ακριβώς συνέβαινε κατά το Ψυχρό Πόλεμο. Κι αυτό, το τονίζω, με την ανοχή και συνεργασία των ενδοτικών αστικών ελίτ της χώρας – οικονομικών και πολιτικών.

Αν αυτή είναι πράγματι η κατάσταση, υπάρχει χώρος για μια ριζοσπαστική, φιλο-λαϊκή εξωτερική πολιτική ειρήνης μεταξύ των λαών της Ανατολικής Μεσογείου από τη στιγμή που ο κυβερνών δικομματισμός στην Ελλάδα λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της ενδοτικότητας, της υποτέλειας και της εξάρτησης, ενώ ο Τουρκικός διέπεται από την εθνικιστική-ιμπεριαλιστική σύζευξη Ισλαμισμού/Κεμαλισμού; Η απάντηση είναι θετική και πηγάζει, εν μέρει, απ’ την ανάλυση που προηγήθηκε. Διακρίνω τέσσερις θεμελιακούς άξονες πρακτικής πολιτικής για τη ριζοσπαστική Αριστερά της χώρας, άξονες οι οποίοι θα πρέπει να εκλάβουν προγραμματικό χαρακτήρα και δέσμευση προς τον λαό μας.

Ο πρώτος είναι η δημιουργία σθεναρών και ακλόνητων σχέσεων αλληλο-υποστήριξης με το δημοκρατικό λαό και παρατάξεις της Τουρκίας, ειδικά με τις Κουρδικές δημοκρατικές δυνάμεις, με στόχο, σε πρώτη φάση, τη πτώση του καθεστώτος Ερντογάν και την ανάδειξη του Κουρδικού κινήματος και της εργατικής τάξης ως βασικών λαϊκών υποκειμένων για τη χάραξη μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας στη Τουρκία. Αυτή η πολιτική πρέπει να ζυμωθεί στο ακέραιο και στις Δυτικές κοινωνίες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν θα πρέπει ν’ αποποιηθεί συμμαχίες με μερίδες ξένου κεφαλαίου που βλέπουν θετικά στη προοπτική (αστικού) εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Κοντολογίς, οι αντιφάσεις μέσα στο ΝΑΤΟ – π.χ. η θέση της Γαλλίας – θα πρέπει να τύχουν τακτικής εκμετάλλευσης στο έπακρο. Αντ’ αυτού, όμως, οι ενδοτικές ελίτ του κυβερνώντος δικομματισμού συνεχίζουν να συνωστίζονται μόνο με τις ΗΠΑ – εναργέστερο παράδειγμα η πιο πρόσφατη συμφωνία για αγορά αμφιλεγόμενων Αμερικανικών φρεγατών και, ακόμα, η κατοχύρωση της Ρωσίας ως σημαντικού διπλωματικού συνομιλητή.

Ο δεύτερος είναι η σφοδρή πίεση που πρέπει να ασκηθεί προς τον κυβερνών δικομματισμό για άσκηση του μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας χάραξης των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12νμ. Αυτό είναι απαράγραπτο δικαίωμα της χώρας με βάση το διεθνές δίκαιο και πρέπει να χαρακτηριστεί ως το πρώτο δίκαιο χτύπημα στο Τουρκικό ιμπεριαλισμό. Το επιχείρημα εδώ είναι ότι αυτό αποτελεί αιτία πολέμου, διότι αυτό ψήφισε το Τουρκικό κοινοβούλιο πολύ πριν τον Ερντογάν. Αυτό το επιχείρημα είναι λάθος. Η Τουρκία είναι ήδη εμπόλεμο κράτος και έχει ελάχιστες άλλες επιλογές, ειδικά στα νότια και ανατολικά της σύνορα, απ’ το να κάνει πόλεμο. Στα δυτικά και νότια σύνορά της η μόνη της επιλογή παραμένει η έκδοση παράνομων NAVTEX και υπερπτήσεων σε Αιγαίο και Κύπρο με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων. Με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία θέλει μόνο να προκαλέσει ολιγομερές επεισόδιο, ανεξάρτητα απ’ τον αν ο ενδοτισμός του Ελληνικού δικομματισμού θα συνεχιστεί. Η ανεκτικότητα και υποχωρητικότητα του κυβερνώντος δικομματισμού μεταθέτουν αυτό το επεισόδιο στο μέλλον, δεν το αναιρούν, κάτι που έχει να κάνει και με τις επαγγελματικές καριέρες της πολιτικής τάξης της χώρας, φοβούμενοι να πάρουν οποιοδήποτε ρίσκο, ακόμα και ελεγχόμενο. Ένα θερμό επεισόδιο με τη Τουρκία είναι  αναπόφευκτο και θάχει καταστροφικά αποτελέσματα για τον Ελληνικό λαό όσο συνεχίσει να υφίσταται ο ενδοτισμός ως δόγμα αποφυγής πολεμικής εμπλοκής, με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και μεγαλύτερες υποχωρήσεις σε θάλασσα, θαλάσσιο υπέδαφος και αέρα. Αυτό το βήμα χάραξης των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 νμ, να τονιστεί, πρέπει να συνοδεύεται από ενέργειες και ζυμώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς για μια τεράστια παλλαϊκή κινητοποίηση, κεντροθετώντας τον Ελληνικό λαό ως το συλλογικό Συνταγματικό πατριώτη και υποκείμενο-εφαρμοστή των εθνικών-λαϊκών δικαίων. Ταυτόχρονα, όσο περισσότεροι προοδευτικοί-λαϊκοί φορείς της Τουρκίας, της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής επικυρώσουν αυτή τη πολιτική γραμμή, τόσο το καλύτερο για την υπόθεση της ειρήνης και του σοσιαλισμού στη περιοχή.

Ο τρίτος άξονας πηγάζει απ’ την αμφίσημη και υποτελή θέση της χώρας στην Ευρω-ζώνη και το ΝΑΤΟ. Εδώ, η ριζοσπαστική Αριστερά θα πρέπει να κινηθεί, με στήριξη του λαού, προς τη κατεύθυνση της διαλεκτικής απεξάρτησης απ’ την οικονομική-αμυντική υποτέλεια και το καθεστώς της διαρκούς λιτότητας που επέβαλλαν τα μνημόνια. Ουδέποτε η χώρα θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στις Τουρκικές επεκτατικές πιέσεις αν δεν λυθεί αυτό το καίριο ζήτημα. Οι οποιεσδήποτε «Ελληνικές» αποφάσεις για οποιοδήποτε καίριο εθνικό-λαϊκό και ταξικό ζήτημα θα είναι μεσευμένες και φαλκιδευμένες απ’ τις Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που, όπως είδαμε, θεωρούν τη Τουρκία πιο σημαντική γεω-στρατηγικά απ’ την Ελλάδα και χωρίς να ενδιαφέρονται για το ποιος θα κερδίσει σ’ ένα θερμό επεισόδιο: έτσι, οι (μεσευμένες) αυτές αποφάσεις θα εξυπηρετούν πρώτιστα τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Δύσης, και έπειτα, αν υπάρχει «χώρος», τα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Αυτό είναι το βαθύ νόημα της Δύσης και του Ερντογανισμού για «διπλωματική λύση» στην Ανατολική Μεσόγειο και αυτό το νόημα έχουν οι διμερείς συναντήσεις που γίνονται εδώ και καιρό με τη μεσολάβηση της Γερμανίας. Αν δεν υπάρξει σοσιαλιστική λύση στο θέμα η οποία θα φρενάρει, σε πρώτη φάση, και θα ανατρέπει, σε επόμενη, το Τουρκικό επεκτατισμό, τότε αυτή η «διπλωματική λύση» θα νομιμοποιεί τα Τουρκικά τετελεσμένα και θα ανοίγει το δρόμο για νέες αμφισβητήσεις της Ελληνικής λαϊκής κυριαρχίας στο άμεσο μέλλον. Αυτό δείχνει η στάση της Τουρκίας τουλάχιστον από τις διεκδικήσεις της για το μοίρασμα του νησιωτικού συμπλέγματος της Δωδεκανήσου απ’ το 1942 έως το 1946. Να τονίσω ότι – κάτι που παραμένει άγνωστο και, ακόμα, άβολο για τη ριζοσπαστική Αριστερά ν’ αποδεχτεί – το Καστελόριζο και η Μεγίστη παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα κυρίως λόγω της επιμονής των ΗΠΑ, η οποία απέρριψε σθεναρά τις Τουρκικές διεκδικήσεις, κι όχι της Μεγάλης Βρετανίας ή λόγω αδιαφορίας της Ιταλίας.

Ο τέταρτος άξονας, εξίσου σημαντικός, συνδέεται ευθέως με άμεση ανατροπή του νέου τετελεσμένου στην Αμμόχωστο και τη δρομολόγηση λύσης του Κυπριακού επί τη βάσει μιας ανεξάρτητης, δι-κοινοτικής, δημοκρατικής και αδέσμευτης Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς ΝΑΤΟϊκούς στρατούς κατοχής, ειδικά του Τουρκικού στρατού κατοχής, και χωρίς νεο-ρατσιστικά δι-ζωνικά σχέδια τύπου Ανάν. Η αντι-ρατσιστική/αντι-εθνικιστική θέση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία και Τουρκία είναι μία ανεξάρτητη, δημοκρατική, δι-κοινοτική – αλλά επ’ ουδενί τρόπο δι-ζωνική – Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτά σημαίνουν και ριζική αλλαγή μεθοδολογίας αντιμετώπισης του Κυπριακού ζητήματος και ρητή ενσωμάτωσή του ως διμερές θέμα Τουρκίας-Ελλάδας. Εδώ, ο ενδοτισμός του κυβερνώντος δικομματισμού αφορά ακριβώς τον μεθοδολογικό αποκλεισμό του Κυπριακού ζητήματος από τα Ελληνο-Τουρκικά, κάτι που υπήρξε πάγιο αίτημα της Τουρκίας. Η ενσωμάτωση του Κυπριακού στην προγραμματική ατζέντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς για τα Ελληνο-Τουρκικά θα θυμίζει συνεχώς στο κυβερνών δικομματισμό ότι ως επίσημο αστικό κράτος έχει αστικές υποχρεώσεις που δεν τηρεί: μια τέτοια υποχρέωση είναι ο Συνταγματικός του ρόλος ως εγγυήτριας δύναμης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κι ενώ το αίτημα του σοσιαλισμού πρέπει να παραμείνει η κατάργηση των παρωχημένων Συνθηκών Εγγύησης και η εφαρμογή πλήρους απο-ΝΑΤΟποίησης του νησιού, είναι καλό να θυμίζουμε ότι τα αστικά Συντάγματα τα παραβαίνουν πρώτα και κύρια οι αστικές δυνάμεις που τα υπογράφουν, όχι ο λαός. Αυτό συμβαίνει τόσο σε επίπεδο εσωτερικής, όσο και εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Μία σοσιαλιστική Ελλάδα θα τυγχάνει σεβασμού και εκτίμησης σε Δύση και Ανατολή μόνο όταν η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτήσει αδέσμευτα δημοκρατικά χαρακτηριστικά ως κυρίαρχη-ανεξάρτητη οντότητα χωρίς ξένους στρατούς, τιμώντας την εμπνευσμένη πολιτική γραμμή του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου και τις θυσίες του Κυπριακού λαού.

*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της ακαδημαϊκής επιθεώρησης, Journal of Balkan and Near Eastern Studies (https://vassilisfouskas.co.uk)

Πηγή: Αριστερό Ρεύμα

 

 

 

 

 

Από το Blogger.