Του Nicholas Bloom*

Ο πενταπλασιασμός της εξ αποστάσεως εργασίας που προκάλεσε η πανδημία είναι ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συντελεστεί στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Aγγιξε σχεδόν κάθε μάνατζερ στην Αμερική, αναδιαμόρφωσε κλάδους όπως το real estate και τα επαγγελματικά ταξίδια και οδήγησε σε έξοδο από το κέντρο των πόλεων προς τα προάστια.

Και η εργασία από το σπίτι ήρθε για να μείνει – τουλάχιστον ένα υβριδικό μοντέλο όπου η παρουσία στο γραφείο περιορίζεται σε λίγες μόνο ημέρες την εβδομάδα. Μελετώντας τα αναλυτικά στοιχεία των ερευνών, παρατηρούμε ότι τα επίπεδα της τηλεργασίας σημείωσαν ραγδαία πτώση από το 2020 ως το 2022.

Αλλά στις αρχές του 2023 είχαν πλέον σταθεροποιηθεί και έκτοτε παραμένουν αμετάβλητα. Η υβριδική εργασία έχει γίνει η νέα κανονικότητα για εκατομμύρια επαγγελματίες και διευθυντικά στελέχη σε ολόκληρη την Αμερική. Ηρθε λοιπόν η ώρα να μετρήσουμε τον αντίκτυπο. Με το βλέμμα στραμμένο στο 2024 και πέρα από αυτό, ποιοι είναι οι πιο χαμένοι και ποιοι οι πιο κερδισμένοι από την επανάσταση της τηλεργασίας;

Αυτοί που ζημιώθηκαν

Οι μεγαλύτεροι χαμένοι είναι πιθανότατα οι ιδιοκτήτες κτιρίων γραφείων και καταστημάτων στο κέντρο των πόλεων. Η μαζική στροφή προς την τηλεργασία έχει δημιουργήσει ένα φαινόμενο ντόνατ σε πολλές μεγάλες πόλεις σε όλο τον κόσμο. Εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν μετακινούνται πλέον καθημερινά, αφήνοντας πολλά γραφεία μισογεμάτα και τα εμπορικά καταστήματα να αγωνίζονται να διατηρήσουν την πελατεία τους. Οι ιδιοκτήτες αυτών των ακινήτων – συχνά συνταξιοδοτικά ταμεία, οικογενειακές επιχειρήσεις και κληροδοτήματα – έχουν χάσει συνολικά επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σε δέκα χρόνια από τώρα θα θυμόμαστε το 2023 ως την απαρχή μιας μακράς ανοδικής πορείας για την αγορά της υβριδικής εργασίας

Μακροπρόθεσμα ο κλάδος θα ανακάμψει σταδιακά καθώς η προσφορά περιορίζεται. Οι νέες κατασκευές έχουν ελαττωθεί, ορισμένα κενά κτίρια μετατρέπονται σιγά-σιγά σε κατοικίες, ενώ κάποια κτίρια γραφείων χαμηλότερου επιπέδου θα κατεδαφιστούν. Ομως η ανάκαμψη θα πάρει χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ο κλάδος περνάει δύσκολες μέρες. Συζητώντας με στελέχη μιας μεγάλης εταιρείας χρηματοδοτικών μισθώσεων, η πρόβλεψη ήταν ότι θα χρειαστεί μια δεκαετία περίπου για να επανέλθει η πληρότητα στα προ της πανδημίας επίπεδα στο Σαν Φρανσίσκο – ίσως η πόλη που έχει πληγεί περισσότερο. Ενας άλλος χαμένος είναι τα σιδηροδρομικά δίκτυα μαζικής μεταφοράς. Η επιβατική κίνηση έχει μειωθεί κατά 30% σε εθνικό επίπεδο, καθώς οι εργαζόμενοι δεν μετακινούνται πλέον πέντε αλλά μόνο δύο ή τρεις ημέρες την εβδομάδα. Αυτά τα συστήματα προαστιακού σιδηροδρόμου έχουν υψηλά πάγια κόστη λόγω του ανελαστικού κόστους των γραμμών και των συρμών, παράλληλα με το εργατικό κόστος που δεν μπορεί να μειωθεί εύκολα λόγω του ελέγχου των συνδικάτων.

Οι μεγάλες μειώσεις στα έσοδα από την επιβατική κίνηση μεταφράζονται σε μεγαλύτερα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς. Μέχρι σήμερα τα ελλείμματα αυτά έχουν καλυφθεί από τις ομοσπονδιακές και πολιτειακές επιδοτήσεις της εποχής της πανδημίας. Ωστόσο, υπάρχει φόβος ότι, αν δεν σταθεί εφικτό να μειωθεί το κόστος των δημόσιων μεταφορών σε βιώσιμα επίπεδα, μόλις εξαντληθούν αυτές οι επιδοτήσεις, θα υπάρξουν καταστροφικές περικοπές στις παρεχόμενες υπηρεσίες ή και κατάργηση σταθμών και γραμμών.

Μεγαλώνοντας στη Βρετανία, άκουγα για τις διαβόητες περικοπές του Beeching τη δεκαετία του 1960, οι οποίες μείωσαν τον αριθμό των σταθμών κατά 55% και διέλυσαν τις σιδηροδρομικές μεταφορές. Φοβάμαι ότι κάτι παρόμοιο θα συμβεί στις αμερικανικές μεταφορές από το 2024 και έπειτα, αν οι φορείς λειτουργίας και τα συνδικάτα δεν μπορέσουν να εναρμονίσουν το κόστος με τα έσοδα.

Ο τρίτος μεγάλος χαμένος ήταν οι μεγάλες πόλεις. Είναι εκπληκτικό πόσο μικρές εκτάσεις καταλαμβάνουν αναλογικά οι αμερικανικές πόλεις. Για παράδειγμα, το Σαν Φρανσίσκο έχει έκταση κάτω από 50 τετραγωνικά μίλια, καταλαμβάνοντας μόνο την άκρη μιας χερσονήσου. Ετσι, όταν οι κάτοικοι της πόλης εγκατέλειψαν το κέντρο για τα προάστια, χάθηκαν και τα έσοδα από τα δημοτικά τέλη που πλήρωναν ως τότε.

Οπως γνωρίζουμε από την εμπειρία της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1970, οι δήμοι μπορούν να προσαρμοστούν κάνοντας περικοπές δαπανών. Αλλά αυτό θα είναι επώδυνο και ενέχει τον κίνδυνο να υποβαθμιστούν τα κέντρα των πόλεων, αν γίνουν περικοπές σε βασικές υπηρεσίες όπως η αστυνόμευση και η εκπαίδευση. Πράγματι, οι αγορές ομολόγων έχουν ήδη ρίξει τις τιμές πολλών δημοτικών χρεογράφων, που αποτελεί δυσοίωνο σημάδι για τις δημοσιονομικές μάχες που έρχονται.

Εκείνοι που ωφελήθηκαν

Δεν είναι όλα τόσο ζοφερά, ιδίως για τους μεγαλύτερους κερδισμένους της τηλεργασίας: τους εργαζομένους. Σε έρευνες που έγιναν σε εθνικό επίπεδο, οι υπάλληλοι αναφέρουν ότι η δυνατότητα να εργάζονται εξ αποστάσεως δύο ή τρεις ημέρες την εβδομάδα ισοδυναμεί γι’ αυτούς με μια αύξηση μισθού της τάξης του 8%. Αν πολλαπλασιάσουμε το ποσό αυτό επί τα περίπου 70 εκατομμύρια Αμερικανούς που εργάζονται σήμερα από το σπίτι, έχουμε πρόσθετες απολαβές που αποτιμώνται σε περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αυτό το μεγάλο επιπλέον όφελος σημαίνει για τους εργαζομένους λιγότερες μετακινήσεις και άγχος και παράλληλα περισσότερο προσωπικό χρόνο, ελεύθερο χρόνο και χρόνο με την οικογένεια.

Μια πρόσφατη μελέτη ανέδειξε ότι ο τυπικός υπάλληλος που εργάζεται εξ αποστάσεως στις ΗΠΑ ξοδεύει 40 λεπτά παραπάνω την εβδομάδα στη φροντίδα των παιδιών σε σχέση με τον χρόνο που εξοικονομεί από τη μείωση των καθημερινών μετακινήσεων. Πιο μακροπρόθεσμα, αυτό θα έχει ποικίλα αποτελέσματα, ξεκινώντας από την άνοδο του δείκτη συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (labor force participation rate) – που πιθανώς θα αυξήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης – μέχρι ενδεχομένως και μια αύξηση των γεννήσεων, καθώς η ανατροφή των παιδιών γίνεται κάπως ευκολότερη.

Ενας άλλος κερδισμένος είναι το περιβάλλον, χάρη στον περιορισμό των μετακινήσεων και των ενεργειακών αναγκών. Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η εργασία από το σπίτι δύο ημέρες την εβδομάδα μειώνει τη ρύπανση κατά περίπου 15%. Αυτό είναι αποτέλεσμα των χαμηλότερων εκπομπών ρύπων από μετακινήσεις, παράλληλα με την πρόσθετη εξοικονόμηση πόρων χάρη στους χαμηλότερους λογαριασμούς ενέργειας στους χώρους εργασίας. Ενα διττό όφελος είναι η μειωμένη συμφόρηση στους δρόμους όπου κυκλοφορούν λιγότερα αυτοκίνητα, με τα δεδομένα ταχύτητας κυκλοφορίας της Inryx να δείχνουν ότι η πρωινή μετακίνηση είναι κατά 10% ταχύτερη.

Και ίσως ο μεγαλύτερος κερδισμένος από την τηλεργασία να είναι οι εταιρείες. Σύμφωνα με ευρήματα ερευνών, η υβριδική εργασία, με τρεις ημέρες την εβδομάδα στο γραφείο, έχει μηδενική επίπτωση στην παραγωγικότητα των εργαζομένων, ενώ επιτρέπει στις επιχειρήσεις να περιορίσουν τα κόστη πρόσληψης και διατήρησης προσωπικού. Οι επιχειρήσεις μπορούν να εξοικονομήσουν χρήματα περικόπτοντας τα έξοδα γραφείου, ενώ χρησιμοποιώντας την εξ αποστάσεως εργασία μπορούν να μειώσουν το εργατικό κόστος, προσλαμβάνοντας υπαλλήλους έξω από τις μεγάλες πόλεις.

Οι αμερικανικές επιχειρήσεις κατέγραψαν περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια υψηλότερα κέρδη το 2022 από ό,τι το 2019, είδαν δηλαδή αύξηση σχεδόν 50%. Αν και σε αυτό πιθανότατα συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό συνέβη παράλληλα με τον πενταπλασιασμό της τηλεργασίας. Πράγματι, η μαζική υιοθέτηση της υβριδικής εργασίας από εκατομμύρια επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι ίσως η ισχυρότερη απόδειξη του θετικού της αντίκτυπου στην κερδοφορία. Σε βάθος χρόνου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η μεγαλύτερη αλλαγή θα προέλθει από τις νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιούμε για να δουλεύουμε εξ αποστάσεως. Οταν άρχισα να εργάζομαι τη δεκαετία του 1990, εξ αποστάσεως εργασία σήμαινε τηλεφωνικές συνδιασκέψεις και αποστολή αρχείων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τώρα κάνουμε τηλεδιασκέψεις και ανταλλάσσουμε αρχεία μέσω δικτύων στο cloud.

Το μέλλον πιθανότατα μας επιφυλάσσει ανάλογες μεγάλες αλλαγές. Σε συζητήσεις με νεοφυείς επιχειρήσεις και εταιρείες τεχνολογίας, ακούω για συστήματα συνεδριάσεων μέσω ολογραμμάτων, οθόνες σε μέγεθος τοίχου και παγκόσμια συνδεσιμότητα. Αυτή η τεχνολογία σημαίνει ότι η τηλεργασία δεν έχει απλώς παγιωθεί, αλλά εισέρχεται πλέον στην πιο μακροπρόθεσμη φάση επέκτασής της. Σε δέκα χρόνια από τώρα θα θυμόμαστε το 2023 ως την απαρχή μιας μακράς ανοδικής πορείας για την αγορά της υβριδικής εργασίας.

*Ο κ. Nicholas Bloom είναι καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστήμιο Stanford.