ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ NEWSKAMATERO
Σύμφωνα με τους Ρώσους, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκε να ανανεώσει τη διαπίστευση του προϊσταμένου Γκενάντι Μέλνικ για το 2025 χωρίς καμία εξήγηση. Η διαπίστευση του Μέλνικ για το 2024 ανανεώθηκε με καθυστερήσεις, ανέφερε το RIA Novosti.
Το RIA Novosti ίδρυσε το γραφείο στην Αθήνα πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ενώ ο Μέλνικ βρίσκεται στην Αθήνα από το 2013.
Το πρακτορείο είναι μεταξύ των πολλών ρωσικών κρατικών μέσων ενημέρωσης στα οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις από την ΕΕ για διάδοση «προπαγάνδας» που σχετίζεται με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
Το ρωσικό ΜΜΕ ισχυρίστηκε ότι οι ελληνικές Αρχές έχουν περιορίσει στους δημοσιογράφους του να καλύπτουν ορισμένα γεγονότα τα τελευταία τρία χρόνια.
Το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας δήλωσε ότι η Ελλάδα τον Μάιο του 2022 τερμάτισε τις δραστηριότητες του πρακτορείου ειδήσεων Sputnik, το οποίο ανήκει στον κρατικά χρηματοδοτούμενο όμιλο μέσων ενημέρωσης Rossiya Segodnya, μαζί με το RIA Novosti και τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό RT.
Ο Όμιλος μάλιστα χαρακτήρισε την απόφαση «κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου».
Η υπηρεσία Τύπου του ρωσικού ομίλου ΜΜΕ δήλωσε συγκεκριμένα:
«Θεωρούμε ότι η άρνηση επέκτασης της διαπίστευσης χωρίς εξήγηση αποτελεί de facto απέλαση των ρωσικών ΜΜΕ από την Ελλάδα και κατάφωρη παραβίαση των αρχών της ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας, γενέτειρα της οποίας συνηθίζει να αυτοαποκαλείται η Ελλάδα».
Η εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρία Ζαχάροβα έκανε σκληρές δηλώσεις για το θέμα και επιτέθηκε κατά της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, κάνοντας λόγο για «καθιέρωση της πλήρους πολιτικής λογοκρισίας», για «εχθρικές» και «αντιρωσικές» αποφάσεις, για «εσκεμμένη παρεμπόδιση της ομαλής εργασίας των δημοσιογράφων», αλλά και για «ανοιχτά ρωσοφοβική πολιτική» της ελληνικής Κυβέρνησης.
Η Ρωσίδα αξιωματούχος σχολίασε ακόμα με έμφαση: «Η καταστολή της ελευθερίας του λόγου και η καταπολέμηση της διαφωνίας έχει γίνει κανόνας για την ελληνική διοίκηση».
Καταλήγοντας μάλιστα, η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ προειδοποίησε για «ασύμμετρη» αντίδραση της Ρωσίας και διαβεβαίωσε: «Θα ακολουθήσουν αναπόφευκτα αντίμετρα από τη ρωσική πλευρά»!
«Οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να ακολουθούν τον δρόμο της καθιέρωσης της πλήρους πολιτικής λογοκρισίας με συστηματική εκκαθάριση του χώρου πληροφοριών τους από τυχόν πηγές εναλλακτικών απόψεων.
Μια άλλη απόφαση που ήταν μεροληπτική και αντιρωσική σε περιεχόμενο ήταν η άρνηση του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας αυτής να επεκτείνει τη διαπίστευση για το 2025 στον ανταποκριτή του Διεθνούς Πρακτορείου Ειδήσεων «Russia Today» Μέλνικ, ο οποίος εργαζόταν στην Αθήνα από το 2013. Ως αποτέλεσμα αυτού του βήματος, το πρακτορείο αναγκάζεται να κλείσει το γραφείο του στην Ελλάδα, το οποίο υπήρχε εκεί εδώ και 20 χρόνια.
Αυτό δεν είναι πρώτη εχθρική επίθεση της Αθήνας εναντίον Ρώσων δημοσιογράφων. Το 2024, δεν παρατάθηκε η διαπίστευση του ανταποκριτή της «Κοινοβουλευτικής Εφημερίδας» I.V. Baykov, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα, ο δημοσιογράφος της Rossiyskaya Gazeta A.N δεν μπόρεσε να ξεκινήσει να εργάζεται στην Ελλάδα και το 2022, το τοπικό γραφείο πληροφοριών του πρακτορείου Sputnik έκλεισε.
Θεωρούμε αυτή την απόφαση ως μια ακόμη εκδήλωση της πορείας που επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση προς την αντιπαράθεση με τη χώρα μας, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι η περιφρόνηση των διεθνών της υποχρεώσεων στον τομέα της διασφάλισης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας πρόσβασης στην πληροφόρηση, του αποκλεισμού των ρωσικών ΜΜΕ και της εσκεμμένης παρεμπόδισης της ομαλής εργασίας των δημοσιογράφων.
Η καταστολή της ελευθερίας του λόγου και η καταπολέμηση της διαφωνίας έχει γίνει κανόνας για την ελληνική διοίκηση.
Μια τέτοια αδιάλλακτη θέση απέναντι στους πόρους πληροφοριών που υπερασπίζονται τη δική τους άποψη υπαγορεύεται από την αυξανόμενη δυσπιστία του ελληνικού πληθυσμού προς τα δυτικά μέσα ενημέρωσης που βυθίζονται στην αντιρωσική προπαγάνδα και την απροθυμία του να συνεχίσει να ανέχεται την ανοιχτά ρωσοφοβική πολιτική της κυβέρνησης αυτής της χώρας.
Απαιτούμε από τους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και δομές, συμπεριλαμβανομένης της UNESCO και του Γενικού Διευθυντή της, του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και του Εκπροσώπου του ΟΑΣΕ για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης, σύμφωνα με την εντολή τους, να παρέχουν επαρκή αξιολόγηση αυτών των παράνομων ενεργειών για να αναγκάσουν Ρώσους ανταποκριτές να φύγουν από την Ελλάδα και να ανταποκριθούν κατάλληλα.
Η συνεχιζόμενη αγνόησή τους της τυραννίας των ελληνικών αρχών είναι ένα μήνυμα για την Αθήνα να συνεχίσει την πρακτική της καταστολής της ελευθερίας του λόγου και του πλουραλισμού των απόψεων.
Σε αντίθεση με τη συνεχή παρενόχληση Ρώσων δημοσιογράφων στην Ελλάδα, στους διαπιστευμένους στη Ρωσία συναδέλφους τους, έχουν παρασχεθεί όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για επαγγελματική δραστηριότητα.
Στη χώρα μας, η οποία δεσμεύεται στις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης όχι με λόγια αλλά με πράξεις, εργάζονται αρκετοί ανταποκριτές ελληνικών ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων το OPEN TV, το Greek Reporter News Agency και το MEGA Channel.
Χωρίς την αντίδρασή μας, που μπορεί να είναι και ασύμμετρη, δεν θα αλλάξουν οι ενέργειες της επίσημης Αθήνας. Θα ακολουθήσουν αναπόφευκτα αντίμετρα από τη ρωσική πλευρά».
Γι’ αυτόν τον λόγο και η ελευθερία του Τύπου αμφισβητείται πάντα από τους φορείς της εξουσίας, από όσους ενοχλούνται να έρχονται στο προσκήνιο άκρως προβληματικές – αν όχι παραβατικές- συμπεριφορές, από όσους επιδεικνύουν δυσανεξία στην κριτική.
Και αυτό εξηγεί γιατί γίνονται διάφορες προσπάθειες να φιμωθούν τα μέσα ενημέρωσης. Δεν είναι τυχαίο, το παγκόσμιο πρόβλημα με τις αγωγές SLAPP, τις εξοντωτικές αγωγές από εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, με σκοπό τη φίμωση μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων.
Και αυτή η προσπάθεια φίμωσης, αυτή η επιχείρηση λογοκρισίας, είτε εκ των υστέρων είτε προληπτικής, δεν περιορίζεται στην προσφυγή στα δικαστήρια.
Πλέον αφορά και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.
Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από την πρωτοφανή απόφαση του ΕΣΡ να επιβάλει πρόστιμο 90.000 ευρώ στο ΜEGA για τη δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης του σκανδάλου των υποκλοπών, ύστερα από προσφυγές σε αυτό του Γρηγόρη Δημητριάδη πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, που επιπλέον έχει κάνει και πλήθος αγωγών σε βάρος όχι μόνο του MEGA, αλλά και του in, καθώς και άλλων μέσων και πολλών δημοσιογράφων.
Και όλα αυτά από ένα ΕΣΡ που δεν έχει βγει μέσα από μια διαδικασία ευρείας συναίνεσης, όπως ήταν η κοινοβουλευτική παράδοση μέχρι τώρα, αλλά μέσα από μια πολιτική συμφωνία ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, και μάλιστα με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταγγέλλουν ότι η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα πλειοψηφία 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής δεν επιτεύχθηκε, καθώς στην πράξη έγινε μια «δημιουργική» στρογγυλοποίηση προς τα πάνω.
Η απόφαση αυτή του ΕΣΡ κινείται σε μια επικίνδυνη τροχιά για την ελευθερία του Τύπου, καθώς ουσιαστικά νομιμοποιεί ένα είδος λογοκρισίας και αμφισβητεί την ίδια την έννοια της ελεύθερης δημοσιογραφίας.
Γιατί εδώ έχουμε μια Ανεξάρτητη Αρχή που θεωρεί ότι ένα θέμα που έχει απασχολήσει τον ελληνικό και διεθνή Τύπο, με μεγάλα ξένα μέσα να έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο και χώρο σε αυτό, που έχει προκαλέσει και προκαλεί μεγάλες πολιτικές αναταράξεις, που αγγίζει την καρδιά των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την ποιότητα της Δημοκρατίας, ουσιαστικά δεν θα πρέπει να καλύπτεται δημοσιογραφικά παρά μόνο με τους όρους του επίσημου κυβερνητικού αφηγήματος και πρωτίστως με αποσιώπηση οποιουδήποτε εύλογου ερωτήματος ως προς τι γνώριζε και τι έπραξε σε σχέση με αυτό ο κ. Γρηγόρης Δημητριάδης, ένας άνθρωπος που είναι στην πράξη πολιτικό πρόσωπο, που είναι δημόσιο πρόσωπο, και που βρισκόταν στο κέντρο της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας ως το δεξί χέρι του πρωθυπουργού.
Μια Ανεξάρτητη Αρχή που δεν έχει πρόβλημα να παίρνει θέση πολιτική ουσιαστικά σε αυτή την υπόθεση όταν για παράδειγμα αντιμετωπίζει ως «πραγματικό γεγονός» ότι ο κ. Δημητριάδης «παραιτήθηκε εξαιτίας του κλίματος τοξικότητας που είχε αναπτυχθεί γύρω από το πρόσωπό του» (σ. 31 στην απόφαση του ΕΣΡ). Ή που παρότι αναγκάζεται να παραθέσει απόφαση του Πρωτοδικείου που απέρριψε αγωγή του κ. Δημητριάδη κατά της Εφημερίδας των Συντακτών και των Reporters United, για δημοσιεύματα που λίγο πολύ έλεγαν αυτά που ανέφερε και στη δική του κάλυψη το MEGA, μετά σπεύδει να σταθεί κυρίως στη μειοψηφούσα τοποθέτηση του Προέδρου του συγκεκριμένου δικαστηρίου που θεώρησε ότι οι εναγόμενοι ήθελαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος.
Μια Ανεξάρτητη Αρχή που θεωρεί ότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας:
-το να καταγράφονται αναλυτικά οι διαδρομές του παράνομου λογισμικού Predator,
-η παράθεση των ανακοινώσεων της Αμερικανικής κυβέρνησης και των κυρώσεων σε βάρος προσώπων που εμπλέκονται με τη διακίνηση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού,
-η παρουσίαση και ο σχολιασμός άλλων δημοσιευμάτων για αυτή την υπόθεση, ακόμη και η προβολή πρωτοσέλιδων.
– η διατύπωση εύλογων ερωτημάτων
-ακόμη και η χρήση φράσεων όπως «φέρεται ότι», δηλαδή φράσεων που κάνουν σαφές ότι δεν αντιμετωπίζεται κάτι ως πλήρως εξακριβωμένο.
Μια Ανεξάρτητη Αρχή που δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάρει αποφάσεις ακόμη και με οριακή πλειοψηφία, παραβλέποντας ότι αυτό στην πραγματικότητα κάνει ακόμη πιο εμφανές ότι σε αυτή την περίπτωση δεν κινήθηκε με σκοπό την υπεράσπιση της ελευθεροτυπίας και του δικαιώματος των πολιτών στην πλήρη και πολυφωνική ενημέρωση.
Μια Ανεξάρτητη αρχή που με αυτή την απόφαση έδειξε ότι στην πράξη θεώρησε ότι ο «άμεσος έλεγχος του Κράτους», τον οποίο εκ του νόμου ασκεί, σημαίνει τον περιορισμό της ελευθερίας της ενημέρωσης στα όρια που εξυπηρετούν την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία.
Μια Ανεξάρτητη Αρχή που με τον τρόπο που κινείται πλήττει το κύρος του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών, καθώς αντί να λειτουργεί ως εγγυητής κρίσιμων δικαιωμάτων απέναντι στην αυθαιρεσία της εκάστοτε εξουσίας, φαίνεται ότι επιλέγει να συντονίζεται με κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Και που με αυτό τον τρόπο απλώς επιτείνει το πρόβλημα της δυσπιστίας των πολιτών απέναντι σε αυτό που λέμε «κράτος δικαίου» και κάνει ακόμη πιο ορατό το πρόβλημα της κρίσης των θεσμών στη χώρα μας.
Ωστόσο, η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία στην άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος είναι δικαιώματα κατακτημένα κυριολεκτικά με αίμα -τι άλλο είναι ο μακρύς κατάλογος δημοσιογράφων που χάνουν παγκοσμίως τη ζωή τους κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού καθήκοντος; – για να αφήσουμε αυτό το ΕΣΡ, με την συγκεκριμένη σύνθεση που διορίστηκε με αυτόν τον τρόπο, να τα καταργήσει.
ΠΗΓΗ in.gr