Οι εξελίξεις στην Τουρκία δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τον χαρακτήρα του καθεστώτος και τις πραγματικές επιδιώξεις του στη Μέση Ανατολή, στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν δημιουργεί ένα πολιτικό σύστημα, στο οποίο θα ηγεμονεύουν εσαεί οι τουρκοσουνιτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Εάν κερδίσει τις εκλογές το καθεστώς του θα εδραιωθεί.
Στόχος του είναι να περιθωριοποιήσει περαιτέρω τους αντισυστημικούς Κούρδους και τους Αλεβίτες, καθώς και όλες τις άλλες μειονοτικές ομάδες και φιλελεύθερες φωνές. Το νέο Σύνταγμα που εγκρίθηκε οριακά τον Απρίλιο του 2017 στο δημοψήφισμα είναι πολύ χειρότερο και από αυτό του δικτάτορα Κενάν Εβρέν των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Το τουρκικό «βαθύ κράτος» και οι πολιτικές του βιτρίνες, ισλαμικά και κεμαλικά κόμματα, εφαρμόζουν μια σειρά από αλληλοσυμπληρούμενες πολιτικές, που στοχεύουν στην αποδυνάμωση «απειλών» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όμως, είναι αμφίβολο αν θα επιτύχουν αυτά τα οποία επιδιώκουν.
Η Άγκυρα προσπαθεί να αποτρέψει την δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Βόρεια Συρία και στο Βόρειο Ιράκ. Γι’ αυτό και υποστηρίζει στα λόγια τη διατήρηση της ενότητας αυτών των δύο χωρών. Διαφορετικά, η μεγαλοϊδεατική τουρκική ηγεσία θεωρεί πως αυτά τα εδάφη πρέπει να περάσουν στη δικαιοδοσία της, ως πρώην «οθωμανική επικράτεια»!
Αυτό αποδεικνύεται και τον τρόπο που συμπεριφέρεται στη Συρία. Η πρώτη εισβολή (επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη») έγινε για να εμποδίσει την επέκταση της κουρδικής ζώνης προς δυσμάς και να απομονώσει το καντόνι Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Το προηγούμενο διάστημα είχαμε τη δεύτερη εισβολή (επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας»!) που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του προαναφερθέντος καντονιού.
Προς το παρόν τουλάχιστον, η στρατιωτική εμπλοκή των Τούρκων στη Συρία τους έχει προσκομίσει κέρδη, γεγονός που έχει ανεβάσει τον εθνικιστικό πυρετό στην τουρκική κοινωνία. Ταυτοχρόνως, όμως, ενισχύει και τον διχασμό.